- ημιμελία
- η мед. гемимелия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιμελία — η ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως που χαρακτηρίζεται από απουσία ή ατελή ανάπτυξη τού περιφερειακού τμήματος ενός ή περισσότερων άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemimelia < hemi (πρβλ. ημι ) + melia (πρβλ. μέλος)] … Dictionary of Greek
ημιμελικός — ή, ό [ημιμελία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημιμελία ή στον ημιμελή … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιμελής — ές ιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτι μελής, πολυ μελής] … Dictionary of Greek